Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Κορτάσαρ για το θάνατο του Τσε: "Δεν ξέρω να γράψω όταν κάτι τόσο με πονά"

Ο αργεντινός συγγραφέας Χούλιο Κορτάσαρ, εξέφρασε σ' αυτή την επιστολή, στον κουβανό ποιητή Ρομπέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ και τη σύζυγό του Αδελάιδα ντε Χουάν, την αναστάτωση που του προκάλεσε η είδηση του θανάτου του Τσε Γκεβάρα.


Στην Αδελάιδα και τον Ρομπέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ
Παρίσι, 29 Οκτώβρη 1967

Ρομπέρτο, Αδελάιδα, πολυαγαπημένοι μου,

Χθες επέστρεψα στο Παρίσι από το Αλγέρι. Τώρα μόνο, στο σπίτι μου, είμαι σε θέση να σας γράψω συγκροτημένα· εκεί, χωμένος μέσα σε έναν κόσμο όπου μετρούσε μόνο η δουλειά, άφησα να περάσουν οι μέρες όπως σε έναν εφιάλτη, αγοράζοντας τη μια εφημερίδα μετά την άλλη, χωρίς να θέλω να πειστώ, κοιτάζοντας αυτές τις φωτογραφίες που όλοι έχουμε δει, διαβάζοντας τα ίδια τηλεγραφήματα και μπαίνοντας κάθε ώρα στην πιο σκληρή από τις παραδοχές. Τότε έλαβα τηλεφωνικά το μήνυμά σου, Ρομπέρτο, και παρέδωσα αυτό το κείμενο που έπρεπε να λάβεις και το οποίο σου ξαναστέλνω εδώ, σε περίπτωση που περάσει καιρός για να το ξαναδείς αφού τυπωθεί, γιατί ξέρω πως είναι οι μηχανισμοί του τηλέτυπου και τι συμβαίνει με τις λέξεις και τις φράσεις. Θέλω να σου πω αυτό: Δεν ξέρω να γράψω όταν κάτι τόσο με πονά, δεν είμαι, δε θα είμαι ποτέ ο επαγγελματίας συγγραφέας έτοιμος να παράγω αυτό που περιμένουν απ' αυτόν, αυτό που του ζητάνε ή αυτό που αυτός ο ίδιος ζητά από τον εαυτό του απελπισμένα. Η αλήθεια είναι ότι η συγγραφή, σήμερα και απέναντι σ' αυτό, μου φαίνεται η πιο ευτελής από τις τέχνες, ένα είδος καταφυγίου, κρυψίνοιας σχεδόν, η αντικατάσταση του αναντικατάστατου. Ο Τσε έχει πεθάνει και σε μένα δε μένει κάτι περισσότερο από τη σιωπή, μέχρι ποιος ξέρει πότε· αν σου έστειλα αυτό το κείμενο ήταν γιατί ήσουν εσύ αυτός που μου το ζητούσε, και γιατί ξέρω πόσο αγαπούσες τον Τσε και αυτό που αυτός σήμαινε για σένα. Εδώ στο Παρίσι βρήκα ένα τηλεγράφημα του Λισάντρο Οτέρο που μου ζητούσε εκατόν πενήντα λέξεις για την Κούβα. Έτσι, εκατόν πενήντα λέξεις, λες και κάποιος θα μπορούσε να βγάλει τις λέξεις από την τσέπη σαν κέρματα. Δεν πιστεύω να μπορούσα να τις γράψω, είμαι άδειος και στεγνός, και θα έπεφτα στη ρητορική. Και αυτό όχι, πάνω απ' όλα αυτό όχι. Ο Λισάντρο θα μου συγχωρήσει τη σιωπή, ή θα το παρεξηγήσει, δε μ' ενδιαφέρει· σε κάθε περίπτωση εσύ θα ξέρεις αυτό που νιώθω. Κοίτα, εκεί στο Αλγέρι, περιτριγυρισμένος από ανόητους γραφειοκράτες, μέσα σ' ένα γραφείο όπου συνεχιζόταν η καθημερινή ρουτίνα, κλείστηκα κάποια φορά στο μπάνιο για να κλάψω· έπρεπε να είναι στο μπάνιο, καταλαβαίνεις, για να είμαι μόνος, για να μπορέσω να ξαλαφρώσω χωρίς να παραβιάσω τους ιερούς κανόνες του ευπρεπισμού σ' έναν διεθνή οργανισμό. Και όλα αυτά που σου διηγούμαι με ντροπιάζουν επίσης γιατί μιλάω για μένα, το αιώνιο πρώτο πρόσωπο ενικό, και αντίθετα αισθάνομαι ανίκανος να πω τίποτα γι' αυτόν. Το βουλώνω λοιπόν. Έλαβες, ελπίζω, το τηλεγράφημα που σου έστειλα πριν από το μήνυμά σου. Ήταν ο μοναδικός για μένα τρόπος να σε αγκαλιάσω, εσένα και την Αδελάιδα, όλους τους φίλους στην Casa (de las Américas). Και για σένα επίσης είναι αυτό, το μόνο που ήμουν ικανός να κάνω εκείνες τις πρώτες ώρες, αυτό που γεννήθηκε σαν ποίημα και θέλω να το έχεις και να το φυλάς για να είμαστε περισσότερο μαζί.

ΤΣΕ

Είχα έναν αδελφό. Δεν βλεπόμαστε ποτέ
Αλλά δε με πείραζε. Είχα έναν αδελφό
που έπαιρνε τα βουνά
ενώ εγώ κοιμόμουν.
Τον αγαπούσα με τον τρόπο μου
του πήρα τη φωνή
ελεύθερη σαν το νερό,
περπάτησα για λίγο
κοντά στη σκιά του.

Δεν βλεπόμαστε ποτέ
αλλά δε με πείραζε,
ο αδελφός μου ξύπνιος
ενώ εγώ κοιμόμουν,
ο αδελφός μου να μου δείχνει
πίσω από τη νύχτα
το αστέρι που διάλεξε.

Θα ξαναγράψουμε ο ένας στον άλλο. Πολλές αγκαλιές στην Αδελάιδα. Για πάντα,

Χούλιο



Πηγή: Cubadebate 

Πρωτότυπη πηγή (ισπανικά): Julio Cortázar, Cartas 1964-1968, Edición a cargo de Aurora Bernárdez, Tomo 2, Alfaguara / Biblioteca Cortázar, 2000.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε...